σκαντζόχοιρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαντζόχοιρος οι σκαντζόχοιροι
      γενική του σκαντζόχοιρου των σκαντζόχοιρων
    αιτιατική τον σκαντζόχοιρο τους σκαντζόχοιρους
     κλητική σκαντζόχοιρε σκαντζόχοιροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαντζόχοιρος < (ελληνιστική κοινή) ἀκανθόχοιρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαντζόχοιρος αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) κοινή ονομασία για όλα τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών (Erinaceinae), της οικογένειας των ερινακεϊδών (Erinaceidae)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • σαν σκαντζόχοιρος: για άνθρωπο που το κούρεμα του μοιάζει με σκαντζόχοιρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]