σκαπουλάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαπουλάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική scapolare < μεσαιωνική λατινική scapulare < λατινική scapula
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαπουλάρω
- (λαϊκότροπο) γλιτώνω, ξεφεύγω (κάποιον κίνδυνο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκαπουλάρισμα
- → δείτε τη λέξη καπούλι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- την σκαπουλάρω: (λαϊκότροπο) ξεφεύγω / δραπετεύω από δύσκολη / δυσάρεστη κατάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαπουλάρω
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)