σκαραμάγγιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαραμάγγιν και σκαραμάγγιον ουδέτερο
- πολυτελές ύφασμα με πλούσια διακόσμηση
- καὶ δὴ τῶν δεσποτῶν ἀπὸ σκαραμαγγίων ἐξιόντων τοῦ ἱεροῦ κοιτῶνος (Κωνσταντίνος Ζ Πορφυρογέννητος, Περί τελετών, 1.4.25)