σκαρδαμύσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαρδαμύσσω < αρχαία ελληνική σκαρδαμύσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαρδαμύσσω
- (λόγιο) (παρωχημένο) ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλεφαρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαρδαμύσσω (& αττικός τύπος σκαρδαμύττω)
- ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλεφαρίζω