σκαρλάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκαρλάτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαρλάτος η σκαρλάτη το σκαρλάτο
      γενική του σκαρλάτου της σκαρλάτης του σκαρλάτου
    αιτιατική τον σκαρλάτο τη σκαρλάτη το σκαρλάτο
     κλητική σκαρλάτε σκαρλάτη σκαρλάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαρλάτοι οι σκαρλάτες τα σκαρλάτα
      γενική των σκαρλάτων των σκαρλάτων των σκαρλάτων
    αιτιατική τους σκαρλάτους τις σκαρλάτες τα σκαρλάτα
     κλητική σκαρλάτοι σκαρλάτες σκαρλάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαρλάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκαρλάτος < βενετική scarlato < μεσαιωνική λατινική scarlatum < περσική سقرلات (saqerlât: ζεστό μάλλινο ύφασμα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skaɾˈla.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκαρ‐λά‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

σκαρλάτος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]