σκαρπέλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαρπέλο τα σκαρπέλα
      γενική του σκαρπέλου των σκαρπέλων
    αιτιατική το σκαρπέλο τα σκαρπέλα
     κλητική σκαρπέλο σκαρπέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκαρπέλο ξυλουργού.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαρπέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scarpello ή scalpello (σμίλη) < λατινική scalpelum, υποκοριστικό του scalprum (συγγενές με το αρχαίο ελληνικό κολαπτήρ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαρπέλο ουδέτερο

  • μεταλλικό εργαλείο με ξύλινη λαβή, παρόμοιο με τη σμίλη, για την επεξεργασία του ξύλου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]