σκαρφίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαρφίζομαι < (ελληνιστική κοινή) σκαριφάομαι, ῶμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαρφίζομαι

  • (οικείο) επινοώ, σκέφτομαι κάτι πρωτότυπο για να δώσω λύση σε ένα πρακτικό ή θεωρητικό πρόβλημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]