σκασιάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκασιάρχης αρσενικό
- αυτός που κάνει σκασιαρχείο, που το σκάει από το σχολείο, τη δουλειά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκασιάρχης
|