σκασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκασμός οι σκασμοί
      γενική του σκασμού των σκασμών
    αιτιατική τον σκασμό τους σκασμούς
     κλητική σκασμέ σκασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκασμός < σκάω, σκασ- + -μός. Διαφορετικό το μεσαιωνικό σκασμός (θλίψη, στενοχώρια). [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκασμός αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

σκασμός!

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σκασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σκασμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα