σκατζιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκατζιά | οι | σκατζιές |
γενική | της | σκατζιάς | των | σκατζιών |
αιτιατική | τη | σκατζιά | τις | σκατζιές |
κλητική | σκατζιά | σκατζιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκατζιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκατζιά θηλυκό
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) πρόχειρη ραφιέρα από σανίδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκατζιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεφαλονίτικα
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)