σκατιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατιέρα οι σκατιέρες
      γενική της σκατιέρας
    αιτιατική τη σκατιέρα τις σκατιέρες
     κλητική σκατιέρα σκατιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκατιέρα < σκατά + -ιέρα


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκατιέρα θηλυκό

  1. (σπάνιο) η λεκάνη της τουαλέτας
  2. (μεταφορικά) τόπος με μεγάλο πρόβλημα ρύπανσης
    Σκατιέρα έγινε ο Αργοσαρωνικός!
  3. (μεταφορικά) μη αντικειμενική εφημερίδα, ο κίτρινος τύπος, η παλιοφυλλάδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]