σκατιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκατιέρα | οι | σκατιέρες |
γενική | της | σκατιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σκατιέρα | τις | σκατιέρες |
κλητική | σκατιέρα | σκατιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκατιέρα θηλυκό
- (σπάνιο) η λεκάνη της τουαλέτας
- (μεταφορικά) τόπος με μεγάλο πρόβλημα ρύπανσης
- Σκατιέρα έγινε ο Αργοσαρωνικός!
- (μεταφορικά) μη αντικειμενική εφημερίδα, ο κίτρινος τύπος, η παλιοφυλλάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκατιέρα
|