σκατόψυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σκατόψυχος -η -ο
- (υβριστικό) σκληρός, άκαρδος
- Πόσο σκατόψυχος πρέπει να είναι ένας πολίτης μιας χώρας, όταν κάθεται πίσω και βρίζει;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκατόψυχος