σκελεθρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκελεθρωμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
σκελεθρωμένος
- σκελετωμένος, πολύ αδύνατος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκελεθρωμένος
|