σκερτσάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκετσάκι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκερτσάκι τα σκερτσάκια
      γενική
    αιτιατική το σκερτσάκι τα σκερτσάκια
     κλητική σκερτσάκι σκερτσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκερτσάκι < σκέρτσ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sceɾˈt͡sa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκερ‐τσά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκερτσάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκέρτσο