σκερτσόζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκερτσόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική scherzoso < scherzo < scherzare < λομβαρδικά *skerzan < πρωτογερμανική *skirtaną (πηδώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)
Επίθετο[επεξεργασία]
σκερτσόζος, -α, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκέρτσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκερτσόζος
|