σκευασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκευασία < αρχαία ελληνική σκευασία < σκευάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκευασία θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του συσκευασία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκευασία
|