σκευομορφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκευομορφικός < αγγλική skeuomorphic < skeuomorph < αρχαία ελληνική σκεῦος + αρχαία ελληνική μορφή
Επίθετο[επεξεργασία]
σκευομορφικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τον σκευομορφισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκευομορφισμός
- → δείτε τις λέξεις σκεύος και μορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκευομορφικός