σκευωρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκευωρώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
σκευωρώ
- σχεδιάζω να κάνω κακό ή να προκαλέσω ζημιές σε άλλον χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή φανερός, στήνω σκευωρίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκευωρώ