σκηνογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκηνογραφία < αρχαία ελληνική σκηνογραφία < σκην(ή) + -ο- + -γραφία < γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική scénographie[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sci.no.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκη‐νο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκηνογραφία θηλυκό
- (θέατρο, κινηματογράφος) η τέχνη της δημιουργίας του σκηνικού, εντός του οποίου παίζεται ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
- ※ Ο σκηνοθέτης (…) εκμεταλλεύεται όλους τους χώρους —εσωτερικούς και εξωτερικούς— του πύργου, κυκλικά. Άλλωστε η αλληλεπίδραση «χώρου–τέχνης» είναι η θεματική που διατρέχει φέτος τη «ραχοκοκαλιά» του Φεστιβάλ Νάξου. «Εμείς, λοιπόν, κρατάμε τη σχέση του ζευγαριού, όπως είχε δομηθεί στο αναλόγιο του Εθνικού Θεάτρου —όπου πρωτοπαρουσιάστηκε το "Balance" φέτος— αλλά προσαρμόζουμε το έργο στη φυσική σκηνογραφία του πύργου, με μια κυκλική αντιμετώπιση». (εφ. Ελευθεροτυπία, 13.08.2009)
- (κατ’ επέκταση) το σκηνικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σκηνογράφος, σκηνή και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκηνογραφία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σκηνογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκηνογραφίᾱ | αἱ | σκηνογραφίαι |
γενική | τῆς | σκηνογραφίᾱς | τῶν | σκηνογραφιῶν |
δοτική | τῇ | σκηνογραφίᾳ | ταῖς | σκηνογραφίαις |
αιτιατική | τὴν | σκηνογραφίᾱν | τὰς | σκηνογραφίᾱς |
κλητική ὦ! | σκηνογραφίᾱ | σκηνογραφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκηνογραφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκηνογραφίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκηνογραφία θηλυκό
- (θέατρο) ζωγραφιά σε θεατρική σκηνή
- (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά) ψευδαίσθηση, απάτη
Πηγές[επεξεργασία]
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- σκηνογραφία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκηνογραφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θέατρο (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)