σκηνοπηγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηνοπηγία οι σκηνοπηγίες
      γενική της σκηνοπηγίας των σκηνοπηγιών
    αιτιατική τη σκηνοπηγία τις σκηνοπηγίες
     κλητική σκηνοπηγία σκηνοπηγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκηνοπηγία < ελληνιστική κοινή σκηνοπηγία < αρχαία ελληνική σκηνή + πήγνυμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ski.no.piˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκη‐νο‐πη‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκηνοπηγία θηλυκό

  1. (αρχαιοπρεπές) το στήσιμο / η εγκατάσταση σκηνών
  2. (θρησκεία) μεγάλη ιουδαϊκή εορτή σε ανάμνηση της διαμονής των Ισραηλιτών σε σκηνές στην έρημο μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο
     συνώνυμα: εορτή της συγκομιδής, εορτή των σκηνών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]