σκηνοφύλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σκηνοφύλακας οι σκηνοφύλακες
      γενική του
του/της
σκηνοφύλακα
σκηνοφύλακος
των σκηνοφυλάκων
    αιτιατική τον/τη σκηνοφύλακα τους/τις σκηνοφύλακες
     κλητική σκηνοφύλακα σκηνοφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκηνοφύλακας < σκην(ή) + -ο- + -φύλακας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκηνοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]