σκηνοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σκηνοφύλακας | οι | σκηνοφύλακες |
γενική | του του/της |
σκηνοφύλακα σκηνοφύλακος |
των | σκηνοφυλάκων |
αιτιατική | τον/τη | σκηνοφύλακα | τους/τις | σκηνοφύλακες |
κλητική | σκηνοφύλακα | σκηνοφύλακες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκηνοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκηνοφύλακας
|