σκιάξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈskia.ksi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκιά‐ξι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκιάξιμο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκιάζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκιάξιμο
|