σκιαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σκιαγμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκιάζω 2 (σημασία: φοβίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /scaɣˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
- που τον έχουν σκιάξει.
- Ο Κώστας σήμερα γύρισε απ' το σχολείο του φοβερά σκιαγμένος επειδή ένας συμμαθητής του του είπε: "Κώστα, καπνίζεις. Σ' έχω δει να το κάνεις άπειρες φορές".
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σκιασμένος (μετοχή του σκιάζω με προφορά τρισύλλαβου)