σκιαγραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκιαγραφῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκιαγραφώ < αρχαία ελληνική σκιαγραφέω / σκιαγραφῶ < σκιά + -γραφώ

σκιαγραφώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]