σκιοφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκιοφοβία οι σκιοφοβίες
      γενική της σκιοφοβίας των σκιοφοβιών
    αιτιατική τη σκιοφοβία τις σκιοφοβίες
     κλητική σκιοφοβία σκιοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκιοφοβία < σκιά + -φοβία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκιοφοβία θηλυκό

  • φοβία για τις σκιές, παθολογικός φόβος που προκαλείται από τις σκιές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]