σκιούπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιούπι τα σκιούπια
      γενική
    αιτιατική το σκιούπι τα σκιούπια
     κλητική σκιούπι σκιούπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκιούπι < σλαβικής προέλευσης ску̑п (skûp, ακριβός)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκιούπι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]