σκισμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκισμή | οι | σκισμές |
γενική | της | σκισμής | των | σκισμών |
αιτιατική | τη | σκισμή | τις | σκισμές |
κλητική | σκισμή | σκισμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκισμή < σχισμή < αρχαία ελληνική σχισμή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκισμή θηλυκό
- (προφορικό) άλλη μορφή του σχισμή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκισμή
|