σκληραγωγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκληραγωγῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκληραγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκληραγωγῶ, συνηρημένος τύπος του σκληραγωγέω < αρχαία ελληνική σκληρός + ἄγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skli.ɾa.ɣoˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλη‐ρα‐γω‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

σκληραγωγώ, αόρ.: σκληραγώγησα, παθ.φωνή: σκληραγωγούμαι, π.αόρ.: σκληραγωγήθηκα, μτχ.π.π.: σκληραγωγημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]