σκληροδερμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληροδερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerodermia < αρχαία ελληνική σκληρόδερμος < σκληρός + δέρμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκληροδερμία θηλυκό
- (ιατρική) χρόνια συστηματική αυτοάνοση νόσος που χαρακτηρίζεται από σκλήρυνση του δέρματος ή άλλων οργάνων μέσω υπερβολικών εναποθέσεων κολλαγόνου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληροδερμία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δερμία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)