σκληροκερατίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληροκερατίτιδα οι σκληροκερατίτιδες
      γενική της σκληροκερατίτιδας των σκληροκερατίτιδων
    αιτιατική τη σκληροκερατίτιδα τις σκληροκερατίτιδες
     κλητική σκληροκερατίτιδα σκληροκερατίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκληροκερατίτιδα < σκληρο- + κερατοειδής + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκληροκερατίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]