σκληρομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληρομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerometry < αρχαία ελληνική σκληρός + μέτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκληρομετρία θηλυκό
- μέθοδος μέτρησης της σκληρότητας των σωμάτων με ειδικό όργανο, το σκληρόμετρο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκληρομέτρηση
- σκληρομετρικός
- σκληρόμετρο
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληρομετρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)