σκληρομετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρομετρικός η σκληρομετρική το σκληρομετρικό
      γενική του σκληρομετρικού της σκληρομετρικής του σκληρομετρικού
    αιτιατική τον σκληρομετρικό τη σκληρομετρική το σκληρομετρικό
     κλητική σκληρομετρικέ σκληρομετρική σκληρομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληρομετρικοί οι σκληρομετρικές τα σκληρομετρικά
      γενική των σκληρομετρικών των σκληρομετρικών των σκληρομετρικών
    αιτιατική τους σκληρομετρικούς τις σκληρομετρικές τα σκληρομετρικά
     κλητική σκληρομετρικοί σκληρομετρικές σκληρομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκληρομετρικός < σκληρομετρία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σκληρομετρικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]