σκληροφυλλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληροφυλλία < σκληρόφυλλος + -ία < ελληνιστική κοινή σκληρόφυλλος < αρχαία ελληνική σκληρός + φύλλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκληροφυλλία θηλυκό
- (βοτανική) η ιδιότητα του σκληρόφυλλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σκληρόφυλλος, σκληρός και φύλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληροφυλλία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)