σκληρόκαρδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληρόκαρδα < σκληρόκαρδος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
σκληρόκαρδα
- με σκληρόκαρδο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληρόκαρδα
|