σκληρόπετσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σκληρόπετσος
- (κυριολεκτικά) που έχει σκληρή πέτσα ή σκληρό δέρμα
- (μεταφορικά) που είναι αρκετά σκληρός ή σκληραγωγημένος
- (μεταφορικά) που είναι αναίσθητος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληρόπετσος
|