σκολίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκολίωση | οι | σκολιώσεις |
γενική | της | σκολίωσης* | των | σκολιώσεων |
αιτιατική | τη | σκολίωση | τις | σκολιώσεις |
κλητική | σκολίωση | σκολιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκολιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκολίωση < σκολιός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκολίωση θηλυκό
- μη φυσιολογική πλάγια κύρτωση της σπονδυλικής στήλης