σκολειό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκολειό | τα | σκολειά |
γενική | του | σκολειού | των | σκολειών |
αιτιατική | το | σκολειό | τα | σκολειά |
κλητική | σκολειό | σκολειά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκολειό < σχολείο
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκολειό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) άλλη μορφή του σχολείο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκολειό
|