σκοπευτήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκοπευτήριο τα σκοπευτήρια
      γενική του σκοπευτηρίου
σκοπευτήριου
των σκοπευτηρίων
    αιτιατική το σκοπευτήριο τα σκοπευτήρια
     κλητική σκοπευτήριο σκοπευτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα εξασκείται στη σκοποβολή σε κλειστό σκοπευτήριο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοπευτήριο < μεσαιωνική ελληνική σκοπευτήριον < σκοπευτής < αρχαία ελληνική σκοπεύω < σκοπός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sko.peˈfti.ɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοπευτήριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]