σκοπευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκοπευτικός η σκοπευτική το σκοπευτικό
      γενική του σκοπευτικού της σκοπευτικής του σκοπευτικού
    αιτιατική τον σκοπευτικό τη σκοπευτική το σκοπευτικό
     κλητική σκοπευτικέ σκοπευτική σκοπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκοπευτικοί οι σκοπευτικές τα σκοπευτικά
      γενική των σκοπευτικών των σκοπευτικών των σκοπευτικών
    αιτιατική τους σκοπευτικούς τις σκοπευτικές τα σκοπευτικά
     κλητική σκοπευτικοί σκοπευτικές σκοπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοπευτικός < σκοπευτής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σκοπευτικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]