σκοπιμότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκοπιμότης αἱ σκοπιμότητες
      γενική τῆς σκοπιμότητος τῶν σκοπιμοτήτων
      δοτική τῇ σκοπιμότητι ταῖς σκοπιμότησι(ν)
    αιτιατική τὴν σκοπιμότητα τὰς σκοπιμότητᾰς
     κλητική ! σκοπιμότης σκοπιμότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοπιμότης (μαρτυρείται από το 1812) [1] [2] < σκόπιμ(ος) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοπιμότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σκοπιμότητα (1812) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σελ. 912, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου