σκορακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκορακίζω < ἐς + κόρακας

Ρήμα[επεξεργασία]

σκορακίζω μέλλων σκορακιώ

  1. διώχνω κάποιον στέλνοντάς τον ἐς κόρακας [στον διάβολο]
  2. αποδιώχνω, αναθεματίζω
  3. μεταχειρίζομαι κάτι περιφρονητικά

οὐδὲ ἀποστραφήσεται καὶ σκορακιεῖ καθάπερ ἀτέλεστόν τινα καὶ κατάσκοπον τῶν ἀπορρήτων.Λουκιανός «Ρητόρων διδάσκαλος» § 16.4

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]