σκορδούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκορδούλα | οι | σκορδούλες |
γενική | της | σκορδούλας | — | |
αιτιατική | τη | σκορδούλα | τις | σκορδούλες |
κλητική | σκορδούλα | σκορδούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκορδούλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκορδούλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκορδούλα
|