σκοροφάγωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοροφάγωμα ουδέτερο
- η καταστροφή / φθορά που έχει προκαλέσει κάποιος σκόρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκοροφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις σκόρος και τρώω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκοροφάγωμα
|