σκορπίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκορπίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σκορπίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκορπίζομαι

  1. (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και στοχοπροσήλωση, διασκορπίζω την ενέργειά μου
    Το ξέρω ότι σκορπίζομαι, αλλά βαριέμαι εύκολα
  2. σκορπίζομαι, διανέμομαι σκόρπια, χωρίς συγκεκριμένο στόχο
    Η τέφρα σκορπίστηκε στο Αιγαίο
    Τα χρήματα δεν πρέπει να σκορπίζονται έτσι επιπόλαια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]