σκορπίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκορπίνα οι σκορπίνες
      γενική της σκορπίνας των σκορπίνων
    αιτιατική τη σκορπίνα τις σκορπίνες
     κλητική σκορπίνα σκορπίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Scorpaena onaria

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκορπίνα < σκορπ(ιός) + -ίνα[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκορπίνα θηλυκό

  • (ψάρι) γένος ψαριών με μεγάλο κεφάλι, κόκκινο χρώμα και με πολλές άκανθες

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]