σκορπίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκορπίος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκορπίος: Κατά μία άποψη (Hoffmann) πιθανολογείται σχέση με λέξεις της αγγλοσαξωνικής και αρχαίας γερμανικής που δηλώνουν θραύσμα ή θραύω, ξύνω κλπ. καθώς και πιθανή σχέση με τη λέξη σκέπαρνον. Κατά άλλη αποψη (Frisk) πρέπει να προέρχεται από κάποια μεσογειακή γλώσσα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκορπίος
- ο σκορπιός της ξηράς
- είδος αγκαθωτού ψαριού
- αγκαθωτό φυτό
- ο αστερισμός του Σκορπιού
- πολεμική μηχανή εκτόξευσης βλημάτων