σκοτία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκοτία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτία οι σκοτίες
      γενική της σκοτίας των σκοτιών
    αιτιατική τη σκοτία τις σκοτίες
     κλητική σκοτία σκοτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοτία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκοτία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐τί‐α
ομόηχα: Σκοτία, Σκωτία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοτία θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) αρμός που χρησιμεύει για να τονίζει τη διαφορά δύο αρχιτεκτονικών στοιχείων δημιουργώντας σκιά
  2. εσωτερική κορνίζα πίνακα ζωγραφικής



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτία οι σκοτίες
      γενική της σκοτίας των σκοτιών
    αιτιατική τη σκοτία τις σκοτίες
     κλητική σκοτία σκοτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοτία < σκότ(ος) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοτία θηλυκό

  1. το σκοτάδι και μεταφορικά ο Άδης
    ※  πτώματα νεκρῶν τρισσῶν ἤδη / τάδε πρὸς μελάθροις κοινῷ θανάτῳ / σκοτίαν αἰῶνα λαχόντων (Ευριπίδης, Φοίνισσαι, 1482-1484)
  2. (αρχιτεκτονική) αρχιτεκτονική γλυφή που σχηματίζει σκιά
    σκοτία· μέρος τι παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι προσαγορευόμενον τριγλύφου. καὶ Ἀφροδίτης Σκοτιᾶς ἱερὸν κατ΄ Αἴγυπτον ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σκοτία

Απόγονοι[επεξεργασία]

σκοτία (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: σκοτία
αγγλικά: scotia
λατινικά: scotia

Πηγές[επεξεργασία]