σκοτίδιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκοτίδιασμα τα σκοτιδιάσματα
      γενική του σκοτιδιάσματος των σκοτιδιασμάτων
    αιτιατική το σκοτίδιασμα τα σκοτιδιάσματα
     κλητική σκοτίδιασμα σκοτιδιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοτίδιασμα < σκοτίδιασ- (σκοτιδιάζω) + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoˈti.ðʝa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐τί‐δια‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοτίδιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]