σκοταδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skɔ.ta.ðiz.ˈmɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοταδισμός αρσενικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκοταδισμός