σκοτεινόχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκοτεινόχρωμος < σκοτειν(ός) + -ό- + -χρωμος
Επίθετο[επεξεργασία]
σκοτεινόχρωμος, -η, -ο
- που έχει σκούρο / σκοτεινό χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκοτεινόχρωμος
|